On Raglan Road


On Raglan Road on an autumn day I saw her first and knew
That her dark hair would weave a snare that I might one day rue;
I saw the danger, yet I passed along the enchanted way,
And I said, let grief be a fallen leaf at the dawning of the day.

On Grafton Street in November we tripped lightly along the ledge
Of the deep ravine where can be seen the worth of passion’s pledge,
The Queen of Hearts still making tarts and I not making hay
Oh I loved too much and by such by such is happiness thrown away.

I gave her gifts of the mind I gave her the secret sign that’s known
To the artists who have known the true gods of sound and stone
And word and tint without stint for I gave her poems to say.
With her own name there and her own dark hair like clouds over fields of May.

On a quiet street where old ghosts meet I see her walking now
Away from me so hurriedly my reason must allow
That I had loved not as I should a creature made of clay
When the angel woos the clay he’d lose his wings at the dawn of day.


Patrick Kavanagh / Luke Kelly / The Dubliners

The Original Melody: The Dawning of the Day



Στη Ράγκλαν την αντίκρυσα μια μέρα φθινοπώρου,

πρώτη φορά και τόνιωσα τα σκούρα της μαλλιά

μια μέρα πως θα υφαίνανε για μένανε παγίδα

και θα μετάνιωνα πικρά, τον κίνδυνο τον είδα,

μα ήταν αργά όταν πέρασα σε δρόμο μαγεμένο

και είπα ας πέσει η πίκρα την αυγή σα φύλλο μαραμένο.

Στη Γκράφτον το φθινόπωρο γλιστρήσαμε στην άκρη

μαζί κι οι δυό ανάλαφρα στο χείλος του γκρεμού,

εκεί που φαίνεται ο βυθός του πάθους τι αξίζει

και ο λόγος της υπόσχεσης πόσο βαριά ζυγίζει.

Πλάθ’ η αφέντρα των καρδιών πίτες αλλά ούτ’ εγώ

δεν άργησα ξοπίσω της με το σανό στ’ αλώνι

γιατί πολύ αγάπησα. κι έτσι, μ’ αυτά και κείνα

η ευτυχία χάνεται, πετιέται, μαραζώνει.

Δώρα του νου της χάρισα και τα κρυφά σημάδια

‘κείνα που ξέρουν μοναχά οι αληθινοί θεοί

οι καλλιτέχνες, ποιητές των ήχων και της πέτρας

λόγο και χρώμα απλόχερα, ποιήματα να πει

με τ΄όνομά της έδωσα, και τα μαλλιά τα σκούρα

σαν του Μαγιού τα σύννεφα απάνω απ τα λειβάδια.

Σ’ ένα δρομάκι ήσυχο τη βλέπω να βαδίζει

τώρα, που εκεί φαντάσματα παλιά συναπαντιούνται

μακριά από μένα βιαστικά, τόσο που πρέπει ο νους μου

ν’ αποδεχτεί ότι αγάπησα ένα πλάσμα από πηλό

όχι όπως έπρεπε γιατί όταν άγγελος ποθήσει

φτιάξη από λάσπη γήινο, θα χάσει τα φτερά του

σαν έρθει το ξημέρωμα, το φως της χαραυγής.




Dark Haired Miriam Ran Away

“synthetic sights and fish dim eyes, and all deaths loud display”
(θεάματα συνθετικά, θολά ψαρίσια μάτια και όλα του χάρου τα οικτρά, φανταχτερά κομμάτια)